- τορεύω
- ΝΑ1. κατασκευάζω με σμίλευση, εγγλυφή η σφυρηλάτηση ανάγλυφα ή έκτυπα σχήματα, κυρίως σε μέταλλο και σπανιότερα σε άλλο υλικό (α. «εὐφυᾱ ἐν τῷ τορεύειν καὶ λεπτουργεῑν», Πλούτ.β. «τορεύειν σίδηρον», Στράβ.)2. λεπτουργώ, φιλοτεχνώ λεπτουργήματααρχ.1. με εγχάραξη ή σφυρηλάτηση απεικονίζω κάτι (α. «τορεύειν πόντον», Ανακρ.β. «τορεύειν μάχην», Παυσ.)2. μτφ. (σχετικά με το ύφος τού. λόγου) καθιστώ περίτεχνο, καλλωπίζω, στολίζω3. φρ. «τορεύω ᾠδήν» — καθιστώ το τραγούδι ηχηρό, διαπεραστικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τορ- τής ετεροιωμένης βαθμίδας τής ρίζας τερ- τού τείρω* «διατρυπώ», πιθ. αναλογικά προς το χαλκεύω. Ο τ. συγχέεται συχνά με το ρ. τορνεύω].
Dictionary of Greek. 2013.